ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ "Π..."

 

 

Παινέματα έχω να σου πω χιλιάδες και χιλιάδες,
μα δε μπορώ να σου τα πω όξω με μαντινάδες.

Πάλι καβγά εβάλανε τα γιασεμιά κι οι κρίνοι,
γιατί μυρίζουνε αυτά κι όμορφοι είν’ εκείνοι.

Παλιάς αγάπης ο σεβντάς μου χτύπησε τη πόρτα,
μα η καρδιά δεν άνοιξε δε πίστεψε σα πρώτα.

Παλιάς φίλιας μου αθιβολή εις το μπαξέ του νου μου,
ξανάθισε κι εγίνηκε βάρσαμο του καημού μου.

Παλιές γλυκιές αθιβολές στου νου μου τ' ακρογιάλι,
βαρκούλες π' αλαργάρανε ξαναγιαγέρνουν πάλι.

Παλιές γλυκιές αθιβολές τση ζήσης μου κομμάθια,
ταράσουν τα νερά του νου και γραίνουνε τα μάθια.

Παλιό κρασί η σκέψη μου κι όλο μ' αυτή γλεντίζω,
μα 'ναι στιγμές που με μεθεί και δε την νταγιαντίζω.

Παλιού σεβντά μου αθιβολή στου νου μου το λημέρι,
εράφωξε κι εγίνηκε τσ' αμοναξιάς μου ταίρι.

Πάντα μ’ αρέσει η συντροφιά που ΄χει καλούς ανθρώπους,
λεβέντες και φιλότιμους και με ωραίους τρόπους.

Πάντα με το παράπονο τ’ αχείλι μου ανοίγει,
γιατί ‘ν’ η πίκρα μου πολλή και η χαρά μου λίγη.

Πάντα μου ετσά θα το λαλιώ κι ως θέλει ας αποδώσω,
θέλ' ας χαρώ τη νιότη μου θέλ' ας την-ε- σκλαβώσω.

Πάντα μου θα πετώ ψηλά για να μη κάμω χάρη,
σ’ αυτούς που χαμηλά στη γη με θένε πορπατάρη.

Πάντα μου θα την ε-περνώ με γλέντι τη ζωή μου,
θα πίνω και υα τραγούδώ ώστε να βγεί η ψυχή μου.

Πάντα τα ξημερώματα μ' αρέσει να γλεντίζω,
τσι πόρτες απού γνώρισα να τσι καλημερίζω.

Πάντα ψηλά στέκει η κορφή αν είν’ και χιονισμένη,
το βράχο δέρνει η θάλασσα μα πάντα βράχος μένει.  

Πάντα ψηλά τήνε κρατείς τη θέση σου φεγγάρι,
δε σου ζηλεύγω αλλού ποθές μόνο σ' αυτή τη χάρη.

Πάνω στο χιόνι πορπατώ και δείχνουν οι πατές μου,
ετσά πιτήδεια συντροφιά δεν έκαμα ποτές μου.

Παράξενο μου φαίνεται όπως μου φαίνουντ' όλα,
να βγαίν' από τον τρόχαλο ετσά πανώρια βιόλα.

Παραπονιέται η καρδί μ' ήντα μπορώ να κάμω,
αφού δεν έχω τόπο αλλού τον πόνο μου να βάνω.

Πάρε με στο μιτάτο σου, το γάλα να σου πήζω,
βοσκάκι σου και τσ' έγγαλες να πχαίνω, να βοσκίζω.

Πάρε τσι πλιά καλές μου ευκές βάλε τζη στην καρδιά σου,
σα δε θα' ρθώ ας είν' αυτές όπου κι αν πας κοντά σου.

Παρέα μου λεβέντικη μ' είντα να σε συγκρίνω,
με βιόλα με βασιλικό με γιασεμί γή κρίνο.

Πατέρα - μάνα του γαμπρού πεθερικά τση νύφης,
καλώς τηνέ δεχτήκετε εις το δικό σας σπίτι.

Πάψετε μπλιο τσ' αθιβολές γι αγάπες μπιστεμένες,
γιατί ραΐζουν οι καρδιές απού 'ναι προδωμένες.

Πέμπει μου χαιρετίσματα μ' απάντηση δε μ-παίρνει,
κί' εθύμισέ μου το ζευγά 'που στη Μαδόρα σπέρνει.

Πέμπει τ' αθρώπου ο Θεός μηνύματα αράδα,
μα 'κείνος ρέμπεται τη γης σα βούι στη λιβάδα.

Πέμπω σου καρδερίνα μου παραγγελιά στη γ-Κρήτη,
σφιχτομαντάλωνέ τηνε τσ' αγάπη μας τη γ-κοίτη.

Πέμπω σου χαιρετίσματα κι αγάπη για πεσκέσι,
μα και το δάκρυ τση χαράς απ' τση καρδιάς τη μέση.

Πέμπω τη μ-πονεμένη μου καρδιά να ζηθιανέψει,
ένα μ-ψιχάλι έρωντα δώσε τση να μερέψει.

Πέμπω τση ρόδα μυριστά να βάλει στ' ανθογυάλι,
κρίνους άπου ταιριάζουνε στα δροσερά τζη κάλλη.

Πέντε χιλιάδες τάλιρα θα μπέψω στο Περαία,
να σε φωτογραφήσουνε ωραία μου παρέα.

Πέντιουμ υπολογιστή θα βάλω στο μιτάτο,
να μπέμπω μέσω ιντερνετ το γάλα τω προβάτω.

Πέρδικα είσαι όμορφη κι έχεις περίσσια χάρη,
ένας αητός περήφανος σου πρέπει να σε πάρει.

Πέρδικα μη με προκαλείς γιατί ανέ μου παντήξει,
δε θα μπρολάβεις τα φτερά καθόλου να τα 'νοίξεις.

Πέρδικα μη στηρίζεσε ποτέ στο πέταγμα σου,
μπορεί από μπάλα αδέσποτη να σπάσουν τα φτερά σου.

Πέρδικα σαι θαυμάζουνε και σου γλυκολαλούνε,
τα μαδαρίτικα πουλιά κάθε που θα σε δούνε.

Περδικοκακαρίστρα μου πάνω στο ματζιπέτι,
και να 'σταζε ο ιδρώτας μου στον εδικό σου μπέτη.

Περήφανος είν' ο αητός γιατί ψηλά καθίζει,
μα η πέρδικα κι αν κελαιδεί στο χώμα στραταρίζει.

Περήφανος ο αετός πάντα ψηλά καθίζει,
και τα ανεμογέρακα δεν τα υπολογίζει.

Περήφανος ορθώνεται ο γέρο Ψηλορείτης,
γιατί στο Μυλοπόταμο χτυπά η καρδιά τση Κρήτης.

Πεσκέσι μπέμπω του Θεού να μη με λησμονήσει,
μπέμπω του και του Χάροντα τη μ-πόρτα μη χτυπήσει.

Πέψε μου μοίρα, ναχαρείς, γιατί παραπονούμαι,
ό,τι θωρώ στα 'νείρατα, στο γ-ξύπνιο τα στερούμαι.

Πήρε ο βοριάς τα ρούχα μου κι ο νότος τ’ άρματά μου,
και η καλή παρέα μας επήρε τη καρδιά μου.

Πίνω κρασί δε με μεθεί ρακί και δε με πιάνει,
μόνο το μπρούσκο του σεβντά στην όρεξη με βγάνει.

Πιο μονοπάτι να διαβώ να βγαίνει σ’ ακρογιάλι,
να τα γυρέψω να τα βρω τα πρώτα χρόνια πάλι.

Πίσα σκοτίδι η σκέψη μου, άστρο η θύμησή σου,
κι οι γ-ώρες μοσχομυριστές όντε βρεθώ μαζί σου.

Πίσσα σκοτίδι κι έβρεχε κι αμοναχός πορπάτου,
και φέγγανέ μου οι γιαστραπές κάτω στη γή και επάτου.

Πόθανε χάρε πόθανε καιρός σου 'ναι και σένα,
γιατί στον κόσμο τούτονέ πολλά 'χεις καμωμένα.

Ποια μοίρα μ' αποσφάλιξε κι ό,τι γενώ και ξια μου,
κι είμαι θαμένος 'ζωντανός, μέσα στη μοναξιά μου.

Ποιάς μάνας είσαι γέννημα ποιανού δεντρού κλωνάρι,
κι έχεις πςρίσσια ομορφιά και άλλη τόση χάρη.

Ποιο κύμα φέρνει τη χαρά να στέκω στ' ακρογιάλι,
να περιμέν' όντε θα βγει να μην την πάρουν άλλοι.

Ποιο 'ναι τ' αηδόνι που λαλεί στσοι πέρα πρασινάδες,
και βγάνει από το στόμα ντου ένα σωρό γλυκάδες.

Ποιο 'ναι τ' αηδόνι που λαλεί στσοι πέρα πρασινάδες,
και βγάνει από το στόμα ντου πιτήδειες μαντινάδες.

Ποιο νάνε εδά το μυστικό που κρύβει η καρδιά σου,
και τη βαστά αμάραντη φως μου την ομορφιά σου.

Ποιος είδε ψάρια στα βουνά και θάλασσα σπαρμένη,
ποιος είδε τέτοια συντροφιά άξια και τιμημένη.

Ποιος είναι που 'δε τ' όμορφο κι είπε πως δεν τ' αρέσει,
ποιος είδε τέτοιο μερακλή και να μην τον παινέσει.

Πόλεμο κάνουν οι φτωχοί πλούτη για ν' αποχτήσουν,
έχουν κι αυτοί δικαίωμα τον κόσμο να γλεντίσουν.

Πολλά τα δέντρα που ανθούν μα δε καρποφορίζουν,
πολλοί και κείνοι π' αγαπούν μα λίγοι που κερδίζουν.

Πολλά χωριά εγύρισα κι άλλες παρέες είδα,
μα τη δική σας λεβεντιά αλλού ποθές δεν είδα.

Πολλές φορές με την καρδιά η λογική μαλώνει,
τότες που συνορίζουνται ποια θα 'χει το τιμόνι.

Πολλές φορές με την καρδιά καθόλου δεν μιλούμε,
γιατί το κάνει επίτηδες και όλο σου θυμούμε.

Πολλοί ανθρώποι φαίνουνται για μπιστεμένοι φίλοι,
μα 'χουν φαρμάκι στην ψυχή και ζάχαρη στ' αχείλι.

Πόσοι οχτροί που δείχνουνε σα μπιστεμένοι φίλοι,
έχουν το διάολο στ’ ασκί τη ζάχαρη στ’ αχείλι.

Ποτέ ανέμοι δε φυσούν δίχως κακοκαιρία,
μα στη καρδιά μ’ εφύσηξαν κι είσαι μιτσή μου αιτία.

Ποτές μου δεν εμίσησα αυτούς που με μισούνε,
σκεφτήτε πόσο αγαπώ αυτούς που μ' αγαπούνε.

Ποτές μου να μη πιω κρασί εσύ θα με μεθύσεις,
με τα ματάκια σου τα δυό οντέ θα με ξανοίξεις.

Ποτές σου μη περιφρονείς τα κάτω σκσλοπάθια,
γιατί εκειά πρωτοπατείς και βγαίνεις στα παλάθια.

Που θε να μάθει η φιλιά στέκει και καλοστέκει,
είναι και δυνατότερη κι από τ' αστροπελέκι.

Πουλί απού ‘ναι δυνατό και νταγιαντά τον πόνο,
μπορεί και βγαίνει στσι κορφές με μια φτερούγα μόνο.

Πουλιά κι αηδόνια κάθουνται εις τα παράθυρά,
σας και λένε καλορίζικα να ‘ναι τα στέφανά σας.

Πουλιά κι αηδόνια κάθουνται εις τα παράθυρά σας,
και λένε σας χρόνια πολλά κι ότι ποθεί η καρδιά σας.

Πριχού να μπω στη θάλασσα ομπρός πατιώ στην άμμο,
ομπρός διαλέγω τσοι φιλιές και ύστερα τσοι κάνω.

Πρώτη φορά που τραγουδώ σε τούτονε το σπίτι,
απού 'χει τον αυγερινό και τον αποσπερίτη.

Πως είσαι νιά και όμορφη γυρεύγεις να με κάψεις,
ω ουρανέ μη το δεχτείς και γης μη το βαστάξεις.

Πως έχω οχτρούς κατέω το μ’ αυτό δε με πειράζει,
κι αυτούς μου τσι ‘μπεψε ο θιός για να με δοκιμάζει.

Πως θα βαστάξω τη ζωή σε τόσα πάθη μέσα,
που κι γ-αγάπη μου ήτονε κακούργα και μπαμπέσα.