ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΟΥΣΤΑΛΛΩΣ

Παρλάτα από την επιθεώρηση «Αν κυβερνούσαν οι Γυναίκες» σε μουσική ενορχήστρωση Γιάννη Σπάρτακου, στίχους Σύλβιου (Ανδρέα Παπαδόπουλου) και Λ. Καρακάση, σε πρώτη εκτέλεση το 1944 από τη Σοφία Βέμπο.

 

πρόζα:

Η Κρουστάλλω η λυγερή που ‘λιωνε σαν το κερί,
για το Μήτρο το λεβέντη που τον ήθελε αφέντη,
στην καρδιά της να τον βάνει με παπά και με στεφάνι…

Λοιπόν Κα Βέμπο τι έκανε η Κρουστάλλω;

Η Κρουστάλλω σαν αηδόνι στα κλωνάρια κάποιου γκιόνη,
ένα δειλινό πετάει και το Μήτρο παρατάει.
Μα η ιστορία αυτή που με δάκρυα έχει γραφτεί,
και που ν’ ακουστεί αξίζει να πως πάνω κάτω αρχίζει.


τραγούδι:

Μια βοσκοπούλα αγάπησε ο Μήτρος παινεμένη,
και πριν το μάθει το χωριό βρέσκ(ει) την γριά της μια και δυο τυχαίνει και της κρένει.
- Έλα Θεια Κοντύλω μ’ έλα για την τσούπρα σ’ έχω τρέλα
και ζητάω να την πάρω με παπά και με κουμπάρο.
Κι αμέσους η Κοντύλω βρε έκανε πανιά,
κι φώναξ’ την Κρουστάλλω που έβοσκε τ’ αρνιά.
Πού ‘σαι βρε Κρουστάλλω ιδώ είμαι ωρέ γριά,
βρε έλα και σι βρήκα γαμπρό για παντρειά ωρέ γαμπρό για παντρειά.

Και εκεί στον κάμπο σαν αρραβωνιαστήκαν,
την πρώτη νύχτα μονάχοι σαν βρεθήκαν.
Σ(ι)ώνταν τα δέντρα σ(ι)ώνταν Ζαχαρούλα μ’ σ(ι)ώνταν κι τα βουνά,
κι αυγούλες και βραδάκια σαν δυο κατσικάκια σκαρφαλώνανε κάθε πλαγιά,
ζούσαν μονιασμένοι και ευτυχισμένοι μα όμως ξαφνικά κάποια βραδιά.

Κάποια παιδιά κάποια παιδιά εγγλέζικα,
ήρθανε στο χωριό της Χριστέ μου συμφορά,
και ‘κείνη σαν τα είδε κουνούσε την ουρά.
Κι άρον άρον με το πρώτο “I love you”
βρε χύνει αυτή το γάλα της το πρόβιο,
κι ο Άγγλος μας σε λίγες μέρες
φέρνει στην Κρουστάλλω βέρες
και ενώ κλαίγαν’ γύρω οι φλογέρες.

Την παίρνει ο Τζώ… μωρ’ Τζώνης βιαστικά,
την πάει στα Λονδίνα και γίνεται Λορδίβα.
Κι ο έρ’μος μοναχός έμεινε ο Μήτρος ο φτωχός,
και άρπαξε χαρτί και να τι έγραψε σ’ αυτή.
Κρουστάλλω Κρουστάλλω το χωριό σε κλαίει
που σ’ αγκαλιάζουν τώρα ξανθοί μαντραχαλαίοι,
Κρουστάλλω Κρουστάλλω βρε γύρνα εδώ πέρα,
που σε προσμένει πάντα του Μήτρου σου η φλογέρα.

Και ‘κείνη απ’ τα Λονδίνα της περνάει τον πρώτο μήνα της,
έγραψε στο Μήτρο γράμμα που του έλεγε με κλάμα.
Μήτρο μου αν δε θα γιάνω εδώ πέρα θα πεθάνω,
μες τον τόπο αυτό τον γκρίζο που κανένα δεν γνωρίζω.
Μήτρο μ’ θέλω να ‘ρθω πίσω στην Ελλάδα να γυρίσω,
να ρουφάω νύχτα μέρα βρε τον ελληνικό αγέρα.

Γύρισε στον τόπο της στα μέρη που γεννήθηκε ωρέ που αναστήθηκε,
και έκαμε αφέντη το Μήτρο το λεβέντη.
Και με τρελή λαλιά έλεγε αυτή σε κάθε κοπελιά,
σαν την Ελλάδα τη λεβεντονιά άλλη δε θα βρεις σ’ όλο το ντουνιά,
σαν την Ελλάδα τη λεβεντονιά άλλη δε θα βρεις σ’ όλο το ντουνιά.