ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ "Σ..."

 

 

Σ' αυτό το σπίτι εύχομαι πάντα χαρά και γέλια,
κι όλο με κέφι νάσαστε γερόντοι και κοπέλια.

Σ’ όποιο μπαξέ κιανέ βρεθώ τσι βιόλες κάνω χάζι,
μα δε μ’ απάντηξε κιαμιά Κρήτη μου να σου μοιάζει.

Σα βαφτιστεί ο άνθρωπος και Χριστιανός λογάται,
πράμα στο ψεύτικο ντουνιά δε πρέπει να φοβάται.

Σα δώσει ο ήλιος στο βουνό τσοι ύστερές του αχτίνες,
οι ωραιότερες στιγμές ούλης τση μέρας είναι.

Σα είν’ ο γέρος μερακλής λεβέντης πάντα μένει,
πατεί τη γής κι αυτή ρωτά ποιος είναι που διαβαίνει.

Σα μου την άψες τη φωτιά έπιασες το λαήνι,
και κάνεις πως τη λαντουράς μα κείνη μπλιό δε σβήνει.

Σα ντου παλιού καλού ζευγά το δροσερό σπαρμένο,
να ‘ναι Χριστέ τ’ αντρόυνο καλό και βλοημένο.

Σα το μαγκανοπήγαδο τούτος ο κόσμος μοιάζει,
όντε γεμίζει ο γεις γουβάς ο διπλανός αδειάζει.

Σαν ακουμπίσει η χέρα μου εις το μουστάκι απάνω,
να το κατέις ότι πω συμβόλαιο σου κάνω.

Σαν αποθάνει ο μερακλής το στήθος πρωτολιώνει,
γιατί ‘ναι ο τόπος τση καρδιάς που κατοικούν οι πόνοι.  

Σαν είν' η μοίρα σου καλή και είναι και δουλεύτρα,
ότι κι αν κάνεις κι είν' στραβό αυτή το φέρνει ντρέτα.

Σαν είν' ο τράος δυνατός δε τον ε-στένει μάντρα,
ο άντρας κάνει τη γενιά κι όι η γενιά τον άντρα.

Σαν έρθει το ξημέρωμα κι ο ήλιος ανατήλει,
στον άγιο Πολύκαρπο θα ν άψω ένα καντήλι.

Σαν έχω συντροφιά καλή πιτήδεια και γλεντίζω,
μαζώνω πίκρες και καημούς και τσι παραμερίζω.

Σαν το κοπέλι έγραψα τΆη Βασίλη γράμμα,
να φέρ' εσένα ότι ποθείς μα 'γω δε θέλω πράμα.

Σαν το χοχλιό θα σέρνομαι να ‘ρθω στη γειτονιά σου,
να γράφω με το σάλιο μου στσι πέτρες τ’ όνομά σου.

Σαράντα μέτρα θάλασσα κι απάνω σ’ ένα βράχο,
εκειά θα ζ’ησω τη ζωή ετσά παρέα να 'χω.

Σας εύχομαι μόνο χαρές σαν τάστρα να διαβαίνουν,
αυτή τη νέα τη χρονιά να σας την ομορφαίνουν.

Σέ ‘να κορμί που στου σεβντά τη φλόγα έχει λιώσει,
κιαείς γιατρός δε μπόρεσε το γιατρικό να δώσει.

Σε δάσος αναστέναξα και τα πουλιά μ' ακούσα,
και κάμανε το στεναγμό σκοπό και κελαιδούσα.

Σε μια κουτάλα διάβασα ενός κριγιού μπροστάρη,
στον άλλο κόσμο ο άνθρωπος πως πράμα δε θα πάρει.

Σε μιαν εξομολόγηση που ‘καμα στο Δεσπότη,
μου ‘πε πως ο παράδεισος είναι το φαγοπότι.

Σε σένα λέω σ’ αγαπώ Κρήτη λεβεντογέννα,
και μου παραπονέθηκε η μάνα που με γέννα.

Σε τούτονέ τ’ αρχοντικό άντρες μονομεριούνε,
που τω παλιώ τω Κρητικώ τα έθιμα βαστούνε.

Σε τούτονε τ’ αρχοντικό ούλα ‘νιαι ασημένια,
του χρόνου να ξανάρθομε να ΄ναι μαλαματένια.

Σε τούτονέ τ’ αρχοντικό πέτρα μην απομείνει,
να γίνουν οι μισές χρυσές κι οι γ' άλλες απ' ασήμι.

Σε φίλο μην εμπιστευτείς ποτές το μυστικό σου,
φίλος σε φίλο θα το πει κι ‘ναι κακό δικό σου.

Σελάτο βούϊ αγόραζε και γάιδαρο καμπούρη,
γυναίκα λιανοκάμωτη και χοίρο μακρομούρη.

Σημάδι για τουλόγου σου θα πέψω του κυρού σου,
γιατί πολλά μπεγιέντισα τσι χάρες του κορμιού σου.

Σήμερο άσπρος ουρανός σήμερο άσπρη μέρα,
σήμερο στεφανώνεται αϊτός τη περιστέρα.

Σήμερο στεφανώθηκε ο ήλιος το φεγγάρι,
κι ούλα τ ουρανού γινήκανε κουμπάροι.

Σιγά σιγά τα μάτια μου με τρόπο τα σηκώνω,
και βλέπω τη παρέα μας και την - ε- καμαρώνω.

Σουρεύγουνέ με πως μεθιώ κι ατζέμπις ποιο πειράζω,
εγώ το βγάνω το κρασί κι εγώ το κατεβάζω.

Στ' αόρι μπροσταρόκριγιοι τρώνε πηδού γλακούνε,
και στου βοσκού τα μάγουλα βιόλες χαράς αθιούνε.

Στ' άσπρο κερί τς Ανάστασης στ' άγιο φως απάνω,
χρυσοκεντώ και τσι ευχές χαλάλι σας τσι κάνω.

Στ’ Άγιου Πνευμάτου τη κορφή θέλω να βγει η ψυχή μου,
να κατεβούν οι καναβοί να φάνε το κορμί μου.

Στα πανωμέρια διάουνε λεβέντες παλικάρια θωρώ,
κι οι νιοί και πορπατούν εις των παλιώ τα χνάρια.

Στέκει το πεύκο στα βουνά κι εγώ στα βάσανά μου,
κι αθρώπου δε μπορώ να πω το πόνο τση καρδιάς μου.

Στέκοντας πύργος φαίνεσαι, καθόντας κυπαρίσσι,
του κάστρου είσαι μιναρές και τω χανιώ 'σαι βρύση.

Στέκω και συλλογίζομαι με συλλογή μεγάλη,
γιάντά ‘ν’ η θάλασσα αρμυρή κι ανάλατο το ψάρι.

Στερουσιανή μου πέρδικα πέρδικα πλουμισμένη,
απ' ούλα τα πουλιά τση γης σ' έχω μπεγεντισμένη.

Στη θάλασσα πετώ φελούς κι ούλοι στο πάτο πάνε,
κι άλλοι πετούνε σίδερα κι στον αφρό κυλάνε.

Στη κεφαλή δε βγένουμε γιατί θα γκρεμιστούμε,
μα ήρθαμε στο σπίτι σας πέντε ρακές να πιούμε.

Στη λύγωση του φεγγαριού ποτέ δεντρό δεν πιάνει,
μόνο το δέντρο τση φιλιάς που πάντα ρίζες κάνει.

Στη ξενιθιά, 'που βρίχνομαι, ο νους μου απογιαγιέρνει,
στσοι τόπους 'που βοσκά τ' αρνιά και θύμισες μου φέρνει.

Στη παγωνιά τση μοναξιάς τη ζέστα αν γυρέψεις,
μια θέση θα σε καρτερεί στη χόβολη τση σκέψης.

Στη πέρδικα όντε κελαιδεί κάθε που ξημερώνει,
υποχωρεί όντε τη δει ακόμη και τα αηδόνι.

Στη πόρτα του Παράδεισου τον ελεχτή θα κάνω,
κι όποιος δεν είναι μερακλής μέσα δε τόνε βάνω.

Στην άκρα τω κεραμιδιώ κάθουνται χελιδόνια,
να ζήσει ο εορταστής ευτυχισμένα χρόνια.

Στην άμμο γράφω σ' αγαπώ και παίζω με το κύμα,
κι έρχεται και μου το χαλά θέ μου δεν είναι κρίμα;

Στην εδική σου αθιβολή έχω χαμηλωμένα τα μάθια μου,
να μην τα ιδούν πως είναι δακρυσμένα.

Στην εορτή σου εύχομαι πάντα χαρά και γέλιο,
κι η ευτυχία να γενεί στο σπίτι σας θεμέλιο.

Στην Κρήτη πάει η λεβεντιά κι η γ-αντρειωσύνη αντάμα,
και μαντινάδα γίνεται το γέλιο και το κλάμα.

Στην ομορφιά σου κρύβονται του ήλιου οι αχτίνες,
γιατί από τα κάλη σου θαμπόνουνται και κείνες.

Στην πλιά ψηλή βουνοκορφή του γέρο Ψηλορείτη,
ήθελα να 'μουν αετός να σ' αγναντεύω Κρήτη.

Στην πόρτα του παράδεισου τον ελεχτή θα κάνω,
κι όπιος δεν είναι μερακλής μέσα δεν τόνε βάνω.

Στι χίλιους χρόνους μια φορά άντρας μπορεί να λάχει,
του Βενιζέλου το μυαλό και την αξία να 'χει.

Στο 4χ4 θα βάλω παραπέτι,
να κάνω βόλτες στο χωριό ο σκύλος να μη πέφτει.

Στο γάμο τον κάλεσα να ‘ρθει - ο - για να παίξει,
κι απάντηξέ μου πως θα ‘ρθεί μ’ άλογο να με κλέψει.

Στο διάολο το μπέμπω ‘γω σεμισιακό τσικάλι,
να μαγερεύγω το φαητό και να το τρωνε άλλοι.

Στο κόσμο τρία πράματα δε κάνουνε στο σπίτι,
δυό πετεινοί δυό κούνελοι η πεθερά κι νύφη.

Στο μετερίζι τσ' αθρωπχιάς και στση τιμής το χρέος,
εκειά θα στέκ' ώστε να ζω κι ας είμ' ο τελευταίος.

Στο μετερίζι τσ’ ανθρωπιάς και στση τιμής το χρέος,
εκειά θα πάω να σταθώ κι ας ειμ’ ο τελευταίος.

Στο παραθύρι πρόβαλε να δω το πρόσωπό σου,
να δροσερέψω να γενώ σα το βασιλικό σου.

Στο ποταμό τα βρίστουνε τα στρογγυλά χαλίκια,
δεν εξανάδα συντροφιά με τόσα μερακλήκια.

Στο πρώτο φύλλο τση καρδιάς έγραψα τ’ όνομά σας,
κι άμα θ’ ανοίξω δεύτερο θα ιδώ τη ζωγραφιά σας.

Στο Σέλινο 'ναι μια ελιά κάτω στ' Ανισαράκι,
απού τσι κάνει τσι ελιές δώδεκα στο τζαμπάκι.

Στο ψεύτη κόσμο ετούτονε πολύ μ' έχουν πληγώσει,
δεν εγεννήθηκα Χριστός μα μ' έχουνε σταυρώσει.

Στόμα θα βγάλει να μιλεί του τάφου μου το χώμα,
όντε περνάς πως σ’ αγαπά να σου φωνιάζει ακόμα.

Στον άντρα το προτέρημα είναι να μη φοβάται,
να βάνει τη ζωή μπροστά χωρίς να τη λυπάται.

Στον κάτω κόσμο είναι κακά γιατί δεν ξημερώνει,
γιατί δεν κράζει πετεινός δεν κελαιδδεί τ' αηδόνι.

Στον ουρανό υπάρχουνε κι άλλα πουλιά μεγάλα,
μα ξεχωρίζει ο αετός τση Κρήτης απού τ' άλλα.

Στον παγωμένο ωκεανό στα σκοτεινά ντου βάθη,
όποιος μπορεί να κατεβεί τον πόνο μου θα μάθει.

Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά και στη ζωή την άλλη,
εκειά θα βρώ τσι φίλους μου να τραγουδούμε πάλι.

Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά και στη ζωή την άλλη,
εκειά θα έρθω να σε βρω να σ’ αγαπήσω πάλι.

Στου νου το παρακάσελο μικροχαρές σφαλίζω,
να τσι 'χω στα γεράματα κατσούνα, ν' ακουμπίζω.

Στου πόνου τον ωκεανό ψάχνω να βρώ λιμάνι,
τα βάσανά μου να χωρεί τον πόνο μου να βάνει.

Στου Ψηλορείτη την κορφή το χιόνι δεν τελειώνει,
όσπου να λειώσει το παλιό καινούργιο το πλακώνει.

Στσι Βρύσες βρύση θα γενώ κρυγιό νερό πίνεις,
και τη φωτιά που σ' άναψα ρουφέ ρουφέ να σβήνεις.

Στων μερακλήδων τα χαρθιά ήμουν κι εγώ γραμμένος,
κι αν ε-χαθούνε τα χαρθιά πάω κι εγώ χαημένος.