ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ "Κ..."

 

 

Καημένε Αποκόρωνα μαύρα ‘ναι τα στενά σου,
με τσοι πολλούς κυγάδες σου και με τα φονικά σου.

Κάθε αγάπη στη ζωή πάντα πληγή ανοίγει,
μ' όσο βαθιά κιαν ανοιχτεί το κλάημα τήνε κλίνει.

Κάθε καρδιά που αγαπά όντε θα ορφανέψει,
ανοίγεται πληγή βαθιά που δε μπορεί να θρέψει.

Κάθε παλιά ανάμνηση με μια καινούργια σβήνει,
μα μες στα φύλλα τση καρδιάς λαβωματιές αφήνει.

Κάθε χαρά γοργοπερνά σαν αστραπή και σβήνει,
και στο σκοτίδι τση ζωής τον άθρωπο αφήνει.

Και μόνο που ‘μαι Κρητικός είμ’ ευχαριστημένος,
κι ας είμαι μέσα στη ζωή με τσοι καημούς μπλεγμένος.

Και ο θεός από ψηλά ζηλεύγει τη ζωή μας,
για δε μπορεί να κατεβεί να πιεί απ' το κρασί μας.

Και ο θεός που έχτισε ολόκληρο πλανήτη,
πέτρες και χώμα έπερνε απ' το νησί τση Κρήτης.

Και τα χαρτιά το γράφουνε κι ο κόσμος το κατέει,
μιας ώρας διασκέδαση ξαγορασμό δεν έει.

Και τη δική μου τη γ-καρδιά πάρε να τη σφαλίξεις,
μέσα στα φυλλοκάρδισ σου και μη ντα ξανανοίξεις

Και το χαράκι τση κορφής ευαισθησίες έχει,
πολλές φορές βγάνει νερό κι όπως το δάκρυ τρέχει.

Καινούργιος πύργος γίνεται παλιός και δε χαλιέται,
καινούργιος φίλος γίνηκε παλιός δε λησμονιέται.

Καιρό 'χανε τα μάτια μου να δούνε τα δικά σας,
μ' όσο κι αν θέλω δεν μπορώ να φύγ' από κοντά σας.

Καιρό 'χανε τα μάτια μου τέτοια χαρά να δούνε,
και μερακλίδικα κορμιά όμορφα να γλεντούνε.

Κακός μεζές είν' οι καημοί και για να μη μ-παχύνεις,
από βολίστα περνά τσοι λίγους να καταπίνεις.

Καλλιά ‘ναι μια καλή φιλιά εις τη ζωή ετούτη,
παρά να ζεις σαν άρχοντας με θησαυρούς και πλούτη.

Καλώς ήρθαν οι φίλοι μας και κάμανε και κόπο,
κι ήρθανε κι ετιμήσανε τον εδικό μας τόπο.

Καλώς ήρθαν τα σύννεφα και φέραν τον αέρα,
και φέραν και τσι φίλους μας μέσα στα δυο μας χέρια.

Καλώς τη λεμονιά π' αθεί τη βιόλα που μυρίζει,
καλώς την πετροπέρδικα που γλυκοκακαρίζει.

Κάμε το θε μου να γενεί κλίνη μου η Μαδάρα,
η θρύμπα το προσκέφαλο σκέπασμ’ η κατσιφάρα.  

Κάμε το Παναγία μου όντε θα ξεψυχήσω,
να 'χει ο Άδης μαρουβά να πιω και να μεθύσω.

Κάνε με θέ μου κάνε με σε μια γωνιά βρυσάλι,
να τρέχω όντε θα περνά μην ξεδιψάζουν άλλοι.

Καράβια πάνε στο γιαλό και γλάροι στον αέρα,
μ’ η νιότη κι η παλικαριά δεν είναι κάθα μέρα.

Καράβια πάνε στο γιαλό και γλάροι στον αέρα,
πάνε και μένα κι έρχουνται οι πόνοι κάθα μέρα.

Καρδιά μου που ΄σουν λεύτερη ποιος σου 'πε ναγαπήσεις,
που 'σουνε μια βασίλισσα σκλάβα να καταντήσεις.

Καρδιά μου σαν αποκαείς τη στάχτη θα μεζέψω,
να τήνε κάμω φάρμακο άλλες να θεραπεύσω.

Καταμεσής τση θάλασσας μουρέλο θα φυτέψω,
κι ότι να δέσει τον καρπό τς αγάπης θα πιστέψω.

Καταμεσής τση θάλασσας μουρέλο θα φυτέψω,
κι οντέ θα κάμει το καρπό τσ’ αγάπης θα πιστέψω.

Κατέβα Παναγία μου με τον μονογενή σου,
κι έλα στο νεοφώτιστο να δώσεις την ευκή σου.

Κατέβα Παναγία μου με τον μονογενή σου,
στ’ αντρόυνο που γίνηκε να δώσεις την ευκή σου.

Κατέχει ο Κρητικός να ζει Ξέρει και να 'ποθαίνει,
γιατί στο άγιο χώμα ντου σκλαβιά να ιδεί δε θέλει.

Κατωμερίτικο πουλί άιντε στ’ απανωμέρι,
απού ‘ναι το νερό κρυγιό και δροσερό τ’ αέρι.

Κι α ντη σφαλίξω τη γ-καρδιά θα επαναστατήσει,
'πο μια μικρή χαραμαθιά θα βρει να μου πορίσει.

Κι ανέ γεράσει ο μερακλής με το χρυσάφι μοιάζει,
όσ’ κι αν παλιώσει το χρυσό ποτές του δε σκουριάζει.

Κι ο ήλιος να σκορπά χαρές πάλι φοβούμαι θε μου,
μη γίνει η μοίρα σύννεφο και δε λιαστώ ποτές μου.

Κλαίς με τον πόνο αλλονώ γελάς με τον δικό μου,
χαρά 'χεις να τον-ε- δρικάς τον αναστεναγμό μου

Κλαίω κρυφά τον πόνο μου δεν τον ε-φανερώνω,
να μη κατέει ο καθαείς σ’ ήντα μεράκι λιώνω.

Κοιτάζω την παρέα μου σαν ασημένιο δίσκο,
από τα νύχια ως την κορφή ψεγάδι δεν τση βρίστω.

Κόπο δε λογαριάζομε και μέτρα δε μετρούμε,
τσι φίλους μας τσι μπιστικούς ήρθαμε για να δούμε.

Κορμί και πωε την-ε- βαστάς καρδιά που σε κουράζει,
απού σε κάνεις και πονείς και βαριαναστενάζεις.

Κρασί σε πίνω για καλό μα συ κακό μου κάνεις,
κι από τη στράτα βγάνεις με και στα πηλά με βάνεις.

Κρήτη γαλάζιο όνομα σμαράγδι η φορεσιά σου,
δαντέλες τ' ακρογιάλια σου λεβέντες τα παιδιά σου.

Κρήτη θα πει ένας βωμός και άσβηστο καντήλι,
σπέρνει τη φλόγα στο σπαθί φωτιά στο καριοφίλι.

Κρήτη λεβεντογέννα μου Κρήτη μου δοξασμένη,
για σένα ζει ο Κρητικός για σένα και ποθαίνει.

Κρήτη με τα ψηλά βουνά τα ξακουστά φαράγγια,
τσι ρίμες τα ριζίτικα και τα μαντιναδάκια.

Κρήτη μου όμορφο νησί και μάνα των αρμάτω,
τση λεβεντιάς και τσ’ αρχοντιάς, αλλά και τω γραμμάτω.

Κρήτη μου όμορφο νησί όποιος κι αν σε γνωρίσει,
την ομορφιά σου δεν μπορεί να την ε-λησμονήσει.

Κρήτη μου πότες θα βρεθώ στου καραβιού την πλώρη,
να ιδώ τον Ψηλορείτη και τα Λευκά σου όρη.

Κρήτη μου συ 'σαι αρχόντισσα πατρίδα νιούς λυράρη,
απού 'χε στο δεξιό αυτί βασιλικού κλωνάρι.

Κρήτη μου το Αρκάδι σου θα λάμπει στσι αιώνες,
και θα μαθαίνει στσι λαούς πως γίνοντ' οι γ-αγώνες.

Κρήτη νησί του Μίνωα τση λεβεντιάς πατρίδα,
τη δόξα και τη χάρη σου αλλού ποοθές δεν είδα.

Κρήτη νησί τσή λευτεριάς τση λεβεντιάς δασκάλα,
την ιστορία σ’ έγραψες με αίμα και με μπάλα.

Κρήτη ο κόσμος σ’ αγαπά γιατί καλά κατέει,
πως γέννησες κι ανάθρεψες τον ξακουστό Λευτέρη.

Κρήτη πατρίς του Μίνωα του Βενιζέλου μάνα,
χωρίς εσένα δε χτυπά τση λευτεριάς καμπάνα.

Κρήτη ποτές σου μη δεχτείς μαθήματα των άλλω,
σαν το δικό σου το σκολειό δεν είναι πλιά μεγάλο.

Κρήτη που σου ζηλεύγουνε οι φίλοι κι οι γ-εχθροί σου,
και θέλουνε να πάρουνε τη τιμημένη γη σου.

Κρήτη που σου ζηλεύγουνε στση Σούδας το λιμάνι,
και στω Χανιώ την αγορά που δεν υπάεχει άλλη.

Κρήτη πως εισ' αρχόντισσα το δείχνουν τα παιδιά σου,
θεριά σε πολεμήσανε και πέσανε μπροστά σου.

Κρήτη την αντρειωσύνη σου την δείχνουν τα βουνά σου,
θεριά σε πολεμήσανε μα πέσανε μπροστά σου.