ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΘΕΛΟΥ Ν’ ΑΝΕΒΟΥ ΣΤΑ ΨΗΛΑ

Τραγούδι της ‘κούνιας’ με προέλευση από τον Μανταμάδο Λέσβου.
Το έθιμο της κούνιας στο Μανταμάδο λάμβανε χώρα στις 29-30 Ιουνίου που αντιστοιχούν στις εορτές των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και των Αγίων Αποστόλων.


Θέλου ν’ ανέβου στα ψηλά καλέ θέλου ν’ ανέβου στα ψηλά καλέ,
στ’  Άγιου Γιουργιού του δώμα στ’ Άγιου Γιουργιού του δώμα.

------

Να κόψου δυο γαρύφαλα καλέ να κόψου δυο γαρύφαλα καλέ,
να πλέξου φρουκαλιούδα να πλέξου φρουκαλιούδα.

------

Να φρουκαλώ τη θάλασσα καλέ να φρουκαλώ τη θάλασσα καλέ,
ν’ αράζουν τα καΐκια ν’ αράζουν τα καΐκια.

------

Ένα καΐκι άραξε καλέ ένα καΐκι έραξε καλέ,
στου βασιλιά την πόρτα στου βασιλιά την πόρτα.

------

Κι ο βασιλιάς δεν ήταν ‘κεί καλέ κι ο βασιλιάς δεν ήταν ‘κεί καλέ,
μόν’ τρεις βασιλοπούλες μόν’ τρεις βασιλοπούλες.

------

Τη μια τη λέγαν Ρήγινα καλέ τη μια τη λέγαν Ρήγινα καλέ,
την άλλη Αμιρσούδα την άλλη Αμιρσούδα.

------

Την άλλη τη μικρότερη καλέ την άλλη τη μικρότερη καλέ,
τη λέγαν Πιρμαθούλα τη λέγαν Πιρμαθούλα.

------

Η μια κεντά τον ουρανό καλέ η μια κεντά τον ουρανό καλέ,
η άλλη το φεγγάρι η άλλη το φεγγάρι.

------

Η τρίτη η πιο μικρότερη καλέ η τρίτη η πιο μικρότερη καλέ,
κεντά το μαντηλάκι κεντά το μαντηλάκι.

------

Κέντα του κόρη μ’ κέντα του καλέ κέντα του κόρη μ’ κέντα του καλέ,
τ’ αρρ’βουνιασ’κού σ’ μαντήλι τ’ αρρ’βουνιασ’κού σ’ μαντήλι.

------

Και γέμισέ το ζάχαρη καλέ και γέμισέ το ζάχαρη καλέ,
και στείλ’ το στ’ αργαστήρι και στείλ’ το στ’ αργαστήρι.

------

Κι απ’ τ’ αργαστήρι  στο σκολειό καλέ κι απ’ τ’ αργαστήρι στο σκολειό καλέ,
κι απ’ το σκολειό στο σπίτι κι απ’ το σκολειό στο σπίτι.

------

Κι αν βρεις την πόρτα σφαλιστή καλέ κι αν βρεις την πόρτα σφαλιστή καλέ,
ρίξ’ τ’ αμ’ το παραθύρι ρίξ’ τ’ αμ’ το παραθύρι.

------

Να βγει ο γαμπρός μι τ’ άρματα καλέ να βγει ο γαμπρός μι τ’ άρματα καλέ,
κι η νύφη στολισμένη κι νύφη στολισμένη.

------

Να βγει κι ένας Αράπαρους καλέ να βγει κι ένας Αράπαρους καλέ,
μ’ ένα καντάρ’ αχείλις  μ’ ένα καντάρ’ αχείλις.

------

Βράσαν τα κ’κιά ψήθ’κι (γ)η πίτα,
του γυαλί του λέν’ κρυστάλλ’ βγούτι ‘σείς να μπούν’ κι οι (γι)άλλ’,
πέντι πλουμιστές μπουκάλες βγούτι ‘σείς να μπουν κι (γι)άλλες,
μια φουρτσάρα δυο φουρτσάρις τρεις  τσι ντουν πιάσαμι τουν κλέφτ’.